υπεκμίσθωση
Смотреть что такое "υπεκμίσθωση" в других словарях:
υπεκμίσθωση — η, Ν υπενοικίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + εκμίσθωση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπεκμίσθωσις, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek
υπεκμίσθωση — η η υπενοικίαση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπομίσθωση — η / ὑπομίσθωσις, ώσεως, ΝΑ η σε άλλο άτομο εκμίσθωση, εν μέρει ή εν όλω, τού μισθίου από τον πρώτο μισθωτή, υπενοικίαση νεοελλ. (νομ.) η μεταβίβαση τής μισθωτικής σχέσης από τον μισθωτή σε τρίτο πρόσωπο, αλλ. υπεκμίσθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * +… … Dictionary of Greek